- ξιφασκία
- escrime
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
ξιφασκία — η άσκηση στο χειρισμό του ξίφους, μαθήματα ξιφομαχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek
ζεύξη — η (AM ζεῡξις) 1. η τοποθέτηση τού ζυγού στα δύο υποζύγια 2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό 3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῡ Βοσπόρου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία… … Dictionary of Greek
μορέσκα — η παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων τού κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι… … Dictionary of Greek
μπράντος — (I) ο ειδική κίνηση στην ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brando «ξίφος, μαχαίρι»]. (II) μπράντος, ὁ, και μπράντο τὸ καί πράντος, ὁ καὶ πράντο, τὸ (Μ) το πλευρό τού καραβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brando] … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
ξιφισμός — ο (Α ξιφισμός) [ξιφίζω] νεοελλ. χτύπημα με ξίφος αρχ. 1. είδος πολεμικού χορού 2. ξιφομαχία, ξιφασκία … Dictionary of Greek
ξιφιστύς — ξιφιστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. (κατά τον Ησύχ.) «μαχαιρομαχία», ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τύς (πρβλ. ακοντισ τύς)] … Dictionary of Greek
ξιφούλκηση — η [ξιφουλκώ] η εξαγωγή τού ξίφους από τη θήκη του με σκοπό την ξιφομαχία ή την ξιφασκία … Dictionary of Greek